- πτώχεια
- ηβλ. φτώχεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πτωχεία — πτωχείᾱ , πτωχεία beggary fem nom/voc/acc dual πτωχείᾱ , πτωχεία beggary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχείᾳ — πτωχείᾱͅ , πτωχεία beggary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχεία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α βλ. φτώχεια … Dictionary of Greek
πτωχείας — πτωχείᾱς , πτωχεία beggary fem acc pl πτωχείᾱς , πτωχεία beggary fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχείαι — πτωχείᾱͅ , πτωχεία beggary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχείαν — πτωχείᾱν , πτωχεία beggary fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχεῖαι — πτωχεία beggary fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχείαις — πτωχεία beggary fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχείης — πτωχεία beggary fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχηίην — πτωχεία beggary fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)